περισσεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περισσεύω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική περισσεύω < περισσός / περιττός < περί < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *per-
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pe.ɾiˈse.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρισ‐σεύ‐ω
Ρήμα[επεξεργασία]
περισσεύω, αόρ.: περίσσεψα (χωρίς παθητική φωνή)
- απομένω ως υπόλοιπο
- ↪ ξόδεψα πολλά σήμερα και μου περίσσεψαν από το μισθό μου μόνο 50 ευρώ
- είμαι περιττός, δεν χρειάζομαι σε κανέναν
- βρίσκομαι σε μεγάλη ποσότητα
- ↪ εδώ μέσα τα μεγάλα λόγια περισσεύουν, αλλά πραγματικά καλές προθέσεις δεν υπάρχουν
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη περισσός
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περισσεύω
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
περισσεύω < περισσός / περιττός < περί < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *per-
Ρήμα[επεξεργασία]
περισσεύω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- περισσεύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- περισσεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς μετοχή παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)