υπερνικήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
υπερνικήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπερνικώ
- θα υπερνικήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπερνικώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
υπερνικήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υπερνίκηση