υπερτονίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
υπερτονίζομαι, π.αόρ.: υπερτονίστηκα, μτχ.π.π.: υπερτονισμένος
- παθητική φωνή του ρήματος υπερτονίζω
υπερτονίζομαι, π.αόρ.: υπερτονίστηκα, μτχ.π.π.: υπερτονισμένος