υπερχειλίσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

υπερχειλίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπερχειλίζω
  2. θα υπερχειλίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπερχειλίζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

υπερχειλίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υπερχείλιση