φαβορίτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φαβορίτος < γαλλική favori - favorite

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φαβορίτος αρσενικό

έτσι λεγόταν παλιότερα ο ευνοούμενος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]