favori
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | favori | favoris |
θηλυκό | favorite | favorites |
favori (fr) αρσενικό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
favori | favoris |
favori (fr) αρσενικό
- το φαβορί
- (πληροφορική) ο σελιδοδείκτης
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Ίντο (io)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]favori (io)