σελιδοδείκτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σελιδοδείκτης και σελιδοδείχτης αρσενικό
- αντικείμενο που επιτρέπει στον αναγνώστη ενός βιβλίου να ξαναβρεί εύκολα τη σελίδα που διάβαζε
- (πληροφορική) (διαδίκτυο) ορόσημο που επιτρέπει την εύκολη επιστροφή σε μια ιστοσελίδα