φανταχτά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
φανταχτά < φανταχτός
Επίρρημα[επεξεργασία]
φανταχτά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φανταχτά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
φανταχτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φανταχτό