φαρισαϊσμοί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
φαρισαϊσμοί αρσενικό
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του φαρισαϊσμός