φαρισαϊσμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φαρισαϊσμός < Φαρισαίος + -ισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φαρισαϊσμός αρσενικό
- υποκρισία, η συμπεριφορά του φαρισαίου, εκείνη που τυπικά υπηρετεί ένα σκοπό, αλλά στην πραγματικότητα τον φθείρει
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φαρισαϊσμός