φαρισαϊκός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φαρισαϊκός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Φαρισαϊκός [1][2] < Φαρισαῖ(ος) + -κός. Συγχρονικά αναλύεται σε φαρισα(ίος) + -ικός.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /fa.ɾi.sa.iˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φα‐ρι‐σα‐ϊ‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]φαρισαϊκός, -ή, -ό
- που ανήκει ή αναφέρεται στους φαρισαίους
- (μεταφορικά) που μοιάζει με συμπεριφορά φαρισαίου, που χαρακτηρίζεται από εμμονή στους εξωτερικούς τύπους
- ≈ συνώνυμα: υποκριτικός, διπρόσωπος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ φαρισαϊκός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ φαρισαϊκός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)