φαρμακοῦσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Φαρμακούσα

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φαρμακοῦσα < μεσαιωνική ελληνική

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φαρμακοῦσα θηλυκό

  1. αυτή που ποτίζει με φαρμάκι, που δίνει πίκρες
  2. (μεταφορικά) η θάλασσα