φασολιών

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

φασολιών θηλυκό ή ουδέτερο

  1. γενική πληθυντικού του φασολιά
  2. γενική πληθυντικού του φασόλι