φασολιών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
φασολιών θηλυκό ή ουδέτερο
- γενική πληθυντικού του φασολιά
- γενική πληθυντικού του φασόλι
φασολιών θηλυκό ή ουδέτερο