φασούλιν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φασούλιν < υποκοριστικό για την ελληνιστική κοινή φάσουλος < φασίολος < → και δείτε φασόλι
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά: φασούλι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φασούλιν ουδέτερο
- (όσπριο) φασόλι
- ※ 10ος αιώνας - ⌘ Κωνσταντῖνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος (905‑959) Περὶ τῆς βασιλείου τάξεως (Περὶ τελετῶν) Constantini Porphyrogeniti Imperatoris De Ceremoniis Aulae Byzantinae. Επιμ. Johann Jakob Reiske. Βόννη: Weber, 1829 - σελ.463.18‑464 @books.google Βιβλίο Α'. D., Κεφάλαιο: "Διὰ τῆς βασιλικῆς ὑπουργίας"
- σκορτζίδια λόγῳ τοῦ δεσποτικοῦ ἐλαίου, φασούλιν, ὀρύζιν, πιστάκιν, ἀμύγδαλον, φακὴν παρεῖχον πάλαι τὰ δύο κουρατωρίκια, ὁμοίως καὶ τὸ ἔλαιον· τὰ δὲ λοιπὰ βρώσιμα, ἤγουν λαρδὴν, ἀπόκτιν, τυρὶν, ὀψάρια παστὰ, σφακτὰ, πρόβατα ὕπαρνα, ἀγελάδια ὑπόμοσχα καὶ οἶνον ἐγχώριον χορηγοῦσιν οἱ πρωτονοτάριοι. [οι βαρείες sic]
- ※ 10ος αιώνας - ⌘ Κωνσταντῖνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος (905‑959) Περὶ τῆς βασιλείου τάξεως (Περὶ τελετῶν) Constantini Porphyrogeniti Imperatoris De Ceremoniis Aulae Byzantinae. Επιμ. Johann Jakob Reiske. Βόννη: Weber, 1829 - σελ.463.18‑464 @books.google Βιβλίο Α'. D., Κεφάλαιο: "Διὰ τῆς βασιλικῆς ὑπουργίας"
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Όσπρια (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Φυτά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Πορφυρογέννητο (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)