φεμινιστικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φεμινιστικά < φεμινιστικ(ός) + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
φεμινιστικά
- από φεμινιστική σκοπιά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φεμινιστικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
φεμινιστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φεμινιστικό