φορολογήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
φορολογήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φορολογώ
- θα φορολογήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φορολογώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
φορολογήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φορολόγηση