φρενοτέκτων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
φρενοτέκτων,-ονος (αρσενικό και θηλυκό)
- που χτίζει με το μυαλό του, ο δημιουργικός, ο επινοητικός, που το μυαλό του "κατεβάζει" πολλές ιδέες, ο ευφυής