φυγοπόνησε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
φυγοπόνησε
- γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος φυγοπονώ
- β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος φυγοπονώ
φυγοπόνησε