φυλομετάβασης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
φυλομετάβασης θηλυκό
- γενική ενικού του φυλομετάβαση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- φυλομεταβάσεως (λόγιο)