φυλομετάβαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φυλομετάβαση | οι | φυλομεταβάσεις |
γενική | της | φυλομετάβασης | των | φυλομεταβάσεων |
αιτιατική | τη | φυλομετάβαση | τις | φυλομεταβάσεις |
κλητική | φυλομετάβαση | φυλομεταβάσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φυλομετάβαση (νεολογισμός) < φυλο- + μετάβαση, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική (;) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φυλομετάβαση θηλυκό
- (ιατρική) η μετάβαση ενός ανθρώπου ενός φύλου (π.χ. γυναίκα) στο αντίθετο φύλο (π.χ. άντρας)
- ※ Εμμένει ο υπουργός Δικαιοσύνης στην μείωση του ηλικιακού ορίου για την φυλομετάβαση στα 15 έτη, παρά τις αντιδράσεις που προκαλεί και τις πολιτικές παρενέργειες που πυροδοτεί λόγω της άρνησης των κομμάτων της αντιπολίτευσης να συναινέσουν στην υπερψήφισή της. (* εφημερίδα Το Βήμα)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φυλομετάβαση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παγκοσμιοποίηση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα φυλο- (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)