φυσομανώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φυσομανώ < φυσομανάω < φυσώ + ἐμάνην (αόριστος του μαίνομαι), μορφολογικά αναλύεται σε φυσ(άω) + -ο- + -μανώ

Ρήμα[επεξεργασία]

φυσομανώ

  1. (για τον αέρα) φυσώ δυνατά, φυσώ με μανία
  2. (μεταφορικά) για ανθρώπους που ξεσπούν το θυμό τους

Μεταφράσεις[επεξεργασία]