φυσομανώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φυσομανώ < φυσομανάω < φυσώ + ἐμάνην (αόριστος του μαίνομαι), μορφολογικά αναλύεται σε φυσ(άω) + -ο- + -μανώ
Ρήμα[επεξεργασία]
φυσομανώ
- (για τον αέρα) φυσώ δυνατά, φυσώ με μανία
- (μεταφορικά) για ανθρώπους που ξεσπούν το θυμό τους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φυσομανώ
|