φωσφατώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φωσφατώνω < φωσφάτωση + -ώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

φωσφατώνω, πρτ.: φωσφάτωνα, στ.μέλλ.: θα φωσφατώσω, αόρ.: φωσφάτωσα, παθ.φωνή: φωσφατώνομαι, μτχ.π.π.: φωσφατωμένος

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]