φύξιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φύξιος < φύξις (φυγή)

Επίθετο[επεξεργασία]

φύξιος, ος, ον

  • που σε τρομάζει ή σε κάνει να το βάζεις στα πόδια ή απεναντίας εκείνος στον οποίο μπορείς να καταφύγεις
  • επίθετο του Δία και του Απόλλωνα

Σημειώσεις[επεξεργασία]