χαίτωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαίτωμα < χαίτη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χαίτωμα ουδέτερο

  1. λόφος
  2. λοφίο περικεφαλαίας
    τοιαῦτ᾽ ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους σείει, κράνους χαίτωμ᾽, ὑπ᾽ ἀσπίδος δ᾽ ἔσω χαλκήλατοι κλάζουσι κώδωνες φόβον (Αισχύλος)

Συγγενικά[επεξεργασία]