χαιτήεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]χαιτήεις < χαίτη
Επίθετο
[επεξεργασία]χαιτήεις,-εσσα, -εν και δωρικός τύπος χαιτάεις
- με μακρύ μαλλί που ανεμίζει, με μακριά κυματιστά μαλλιά ή γενικά μακριά
- χαιτήεις Ἀπόλλων
- Γάλλος ὁ χαιτάεις : ο με μακριά μαλλιά ιερέας της Κυβέλης
- με μεγάλη εντυπωσιακή χαίτη (για άλογο)
- με πυκνό τρίχωμα για την αρκούδα
- με πυκνό φύλλωμα για φυτά ((ελληνιστική κοινή))
- καλάμινθος χαιτέεις