χαλύβδωσε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
χαλύβδωσε
- γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος χαλυβδώνω
- β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος χαλυβδώνω
χαλύβδωσε