χαμαλίκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαμαλίκα θηλυκό
- το πανί που ρίχνουν στην πλάτη τους οι αχθοφόροι για να μην τραυματίζονται ή να μην πονούν οι σπόνδυλοι και ο αυχένας τους από τα σκληρά αντικείμενα που μεταφέρουν στη ράχη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαμαλίκα
|