χαῖρε
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χαῖρε < χαίρω
Επιφώνημα
[επεξεργασία]χαῖρε
- (ως χαιρετισμός) γεια σου! καλωσόρισες!
- (ως αποχαιρετισμός) γεια σου! έχε γεια!
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- απευθυνόμενος προς πάνω από ένα άτομο, χρησιμοποιεί κανείς τον πληθυντικό χαίρετε
Απόγονοι
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]χαῖρε
- β΄ πρόσωπο ενικού στην προστακτική ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος χαίρω