χειρονομέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χειρονομέω < χειρονόμος - χειρόνομος


Ρήμα[επεξεργασία]

χειρονομέω-χειρονομῶ
  1. κάνω παντομίμα, χειρονομώ
  2. κάνω γρήγορες επιδέξιες κινήσεις με τα χέρια