παντομίμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παντομίμα < (άμεσο δάνειο) γαλλική pantomime < λατινική pantomimus < ελληνιστική κοινή παντόμιμος (αντιδάνειο)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pa.doˈmi.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ντο‐μί‐μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παντομίμα θηλυκό
- θεατρική τέχνη ή τρόπος επικοινωνίας χωρίς τη χρήση προφορικού λόγου, όπου το άτομο με χειρονομίες και γενικά με κινήσεις του σώματος μιμείται κάποια ήδη γνωστά σύμβολα ώστε να μεταδώσει το μήνυμα που επιθυμεί
Συγγενικά
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- τώρα την παντομίμα θα παίζουμε; - όταν κάποιος δεν εκφράζεται με λέξεις και κάνει δυσνόητα ή πάντως ανεπιθύμητα νοήματα
- αυτό δεν ήταν έργο - ήταν παντομίμα - κριτικά, όταν δεν ικανοποιεί η ηθοποιία ή η σκηνοθεσία ενός έργου
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- Στις αθηναϊκές γιορτές συνηθίζεται η δημόσια παράσταση παντομίμας στους δρόμους, αν και υπάρχουν παντομίμοι που δίνουν παραστάσεις και τις καθημερινές για να συγκεντρώσουν χρήματα ή πηγαίνουν για τον ίδιο λόγο σε παιδικά πάρτι.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- παντομίμα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)