παντομιμικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παντομιμικός < ελληνιστική κοινή παντομιμικός < παντόμιμος
Επίθετο
[επεξεργασία]παντομιμικός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παντομιμικός
|