χειρονόμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χειρονόμος < χειρ(ός) + -ο- + -νόμος < νέμω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χειρονόμος αρσενικό (κατ' άλλους χειρόνομος)

Πηγές[επεξεργασία]