χειρωνακτικά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]χειρωνακτικά < χειρωνακτικός
Επίρρημα
[επεξεργασία]χειρωνακτικά
- ως χειρώνακτας
- δούλευε χειρωνακτικά όλη του τη ζωή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χειρωνακτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]χειρωνακτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του χειρωνακτικό