χειρωνακτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
χειρωνακτικά < χειρωνακτικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
χειρωνακτικά
- ως χειρώνακτας
- δούλευε χειρωνακτικά όλη του τη ζωή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χειρωνακτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
χειρωνακτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του χειρωνακτικό