χερομαχώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Από το χειρομαχώ με λαϊκή επίδραση από το χέρι(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ρήμα
[επεξεργασία]χερομαχώ, πρτ.: χειρομαχούσα, αόρ.: χειρομάχησα (χωρίς παθητική φωνή)
- άλλη μορφή του χειρομαχώ
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χερομαχώ | χερομαχούσα | θα χερομαχώ | να χερομαχώ | χερομαχώντας | |
β' ενικ. | χερομαχείς | χερομαχούσες | θα χερομαχείς | να χερομαχείς | (χερομάχει) | |
γ' ενικ. | χερομαχεί | χερομαχούσε | θα χερομαχεί | να χερομαχεί | ||
α' πληθ. | χερομαχούμε | χερομαχούσαμε | θα χερομαχούμε | να χερομαχούμε | ||
β' πληθ. | χερομαχείτε | χερομαχούσατε | θα χερομαχείτε | να χερομαχείτε | χερομαχείτε | |
γ' πληθ. | χερομαχούν(ε) | χερομαχούσαν(ε) | θα χερομαχούν(ε) | να χερομαχούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χερομάχησα | θα χερομαχήσω | να χερομαχήσω | χερομαχήσει | ||
β' ενικ. | χερομάχησες | θα χερομαχήσεις | να χερομαχήσεις | χερομάχησε | ||
γ' ενικ. | χερομάχησε | θα χερομαχήσει | να χερομαχήσει | |||
α' πληθ. | χερομαχήσαμε | θα χερομαχήσουμε | να χερομαχήσουμε | |||
β' πληθ. | χερομαχήσατε | θα χερομαχήσετε | να χερομαχήσετε | χερομαχήστε | ||
γ' πληθ. | χερομάχησαν χερομαχήσαν(ε) |
θα χερομαχήσουν(ε) | να χερομαχήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χερομαχήσει | είχα χερομαχήσει | θα έχω χερομαχήσει | να έχω χερομαχήσει | ||
β' ενικ. | έχεις χερομαχήσει | είχες χερομαχήσει | θα έχεις χερομαχήσει | να έχεις χερομαχήσει | ||
γ' ενικ. | έχει χερομαχήσει | είχε χερομαχήσει | θα έχει χερομαχήσει | να έχει χερομαχήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χερομαχήσει | είχαμε χερομαχήσει | θα έχουμε χερομαχήσει | να έχουμε χερομαχήσει | ||
β' πληθ. | έχετε χερομαχήσει | είχατε χερομαχήσει | θα έχετε χερομαχήσει | να έχετε χερομαχήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χερομαχήσει | είχαν χερομαχήσει | θα έχουν χερομαχήσει | να έχουν χερομαχήσει |
|