χερομαχώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Από το χειρομαχώ με λαϊκή επίδραση από το χέρι(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ρήμα[επεξεργασία]

χερομαχώ, πρτ.: χειρομαχούσα, αόρ.: χειρομάχησα (χωρίς παθητική φωνή)

Κλίση[επεξεργασία]