χιλιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χιλιάζω < χιλιάζω, ρήμα της μεταγενέστερης ελληνικής < αρχαία ελληνική χιλιόω-χιλιῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

χιλιάζω

  1. γίνομαι χιλίων ετών, μακροημερεύω
    • να τα χιλιάσεις: ευχή σε κάποιον που έχει γενέθλια


Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]