χιλιαπλάσια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χιλιαπλάσια < χιλιαπλάσιος

Επίρρημα[επεξεργασία]

χιλιαπλάσια

  1. στο πολλαπλάσιο, με το παραπάνω
    Βοήθησέ την, είναι καλή και φιλότιμη γυναίκα, θα στο ανταποδώσει χιλιαπλάσια το καλό που θα κάνεις

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

χιλιαπλάσια