χιονόπτωσης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]χιονόπτωσης θηλυκό
- γενική ενικού του χιονόπτωση
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- χιονοπτώσεως (λόγιο)
χιονόπτωσης θηλυκό