χιονόπτωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χιονόπτωση οι χιονοπτώσεις
      γενική της χιονόπτωσης* των χιονοπτώσεων
    αιτιατική τη χιονόπτωση τις χιονοπτώσεις
     κλητική χιονόπτωση χιονοπτώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, χιονοπτώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χιονόπτωση < χιονό- + πτώση, μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Schneefall[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /çoˈno.pto.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χιο‐νό‐πτω‐ση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
Χιονόπτωση στην πολιτεία της Νέας Υόρκης

χιονόπτωση θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]