χλαπάκιασε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
χλαπάκιασε
- γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος χλαπακιάζω
- β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος χλαπακιάζω