χλωμιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χλωμιάζω < χλωμός
Ρήμα
[επεξεργασία]χλωμιάζω
- άλλη, παλαιότερη αλλά και σημερινή γραφή για το χλομιάζω
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χλωμιάζω | χλώμιαζα | θα χλωμιάζω | να χλωμιάζω | χλωμιάζοντας | |
β' ενικ. | χλωμιάζεις | χλώμιαζες | θα χλωμιάζεις | να χλωμιάζεις | χλώμιαζε | |
γ' ενικ. | χλωμιάζει | χλώμιαζε | θα χλωμιάζει | να χλωμιάζει | ||
α' πληθ. | χλωμιάζουμε | χλωμιάζαμε | θα χλωμιάζουμε | να χλωμιάζουμε | ||
β' πληθ. | χλωμιάζετε | χλωμιάζατε | θα χλωμιάζετε | να χλωμιάζετε | χλωμιάζετε | |
γ' πληθ. | χλωμιάζουν(ε) | χλώμιαζαν χλωμιάζαν(ε) |
θα χλωμιάζουν(ε) | να χλωμιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χλώμιασα | θα χλωμιάσω | να χλωμιάσω | χλωμιάσει | ||
β' ενικ. | χλώμιασες | θα χλωμιάσεις | να χλωμιάσεις | χλώμιασε | ||
γ' ενικ. | χλώμιασε | θα χλωμιάσει | να χλωμιάσει | |||
α' πληθ. | χλωμιάσαμε | θα χλωμιάσουμε | να χλωμιάσουμε | |||
β' πληθ. | χλωμιάσατε | θα χλωμιάσετε | να χλωμιάσετε | χλωμιάστε | ||
γ' πληθ. | χλώμιασαν χλωμιάσαν(ε) |
θα χλωμιάσουν(ε) | να χλωμιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χλωμιάσει | είχα χλωμιάσει | θα έχω χλωμιάσει | να έχω χλωμιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις χλωμιάσει | είχες χλωμιάσει | θα έχεις χλωμιάσει | να έχεις χλωμιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει χλωμιάσει | είχε χλωμιάσει | θα έχει χλωμιάσει | να έχει χλωμιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χλωμιάσει | είχαμε χλωμιάσει | θα έχουμε χλωμιάσει | να έχουμε χλωμιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε χλωμιάσει | είχατε χλωμιάσει | θα έχετε χλωμιάσει | να έχετε χλωμιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χλωμιάσει | είχαν χλωμιάσει | θα έχουν χλωμιάσει | να έχουν χλωμιάσει |
|