χουφτιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /xuˈftça.zo/
Ρήμα
[επεξεργασία]χουφτιάζω
- άλλη μορφή του χουφτώνω
Συγγενικά
[επεξεργασία]- χούφτιασμα
- → δείτε τη λέξη χούφτα
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χουφτιάζω | χούφτιαζα | θα χουφτιάζω | να χουφτιάζω | χουφτιάζοντας | |
β' ενικ. | χουφτιάζεις | χούφτιαζες | θα χουφτιάζεις | να χουφτιάζεις | χούφτιαζε | |
γ' ενικ. | χουφτιάζει | χούφτιαζε | θα χουφτιάζει | να χουφτιάζει | ||
α' πληθ. | χουφτιάζουμε | χουφτιάζαμε | θα χουφτιάζουμε | να χουφτιάζουμε | ||
β' πληθ. | χουφτιάζετε | χουφτιάζατε | θα χουφτιάζετε | να χουφτιάζετε | χουφτιάζετε | |
γ' πληθ. | χουφτιάζουν(ε) | χούφτιαζαν χουφτιάζαν(ε) |
θα χουφτιάζουν(ε) | να χουφτιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χούφτιασα | θα χουφτιάσω | να χουφτιάσω | χουφτιάσει | ||
β' ενικ. | χούφτιασες | θα χουφτιάσεις | να χουφτιάσεις | χούφτιασε | ||
γ' ενικ. | χούφτιασε | θα χουφτιάσει | να χουφτιάσει | |||
α' πληθ. | χουφτιάσαμε | θα χουφτιάσουμε | να χουφτιάσουμε | |||
β' πληθ. | χουφτιάσατε | θα χουφτιάσετε | να χουφτιάσετε | χουφτιάστε | ||
γ' πληθ. | χούφτιασαν χουφτιάσαν(ε) |
θα χουφτιάσουν(ε) | να χουφτιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χουφτιάσει | είχα χουφτιάσει | θα έχω χουφτιάσει | να έχω χουφτιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις χουφτιάσει | είχες χουφτιάσει | θα έχεις χουφτιάσει | να έχεις χουφτιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει χουφτιάσει | είχε χουφτιάσει | θα έχει χουφτιάσει | να έχει χουφτιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χουφτιάσει | είχαμε χουφτιάσει | θα έχουμε χουφτιάσει | να έχουμε χουφτιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε χουφτιάσει | είχατε χουφτιάσει | θα έχετε χουφτιάσει | να έχετε χουφτιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χουφτιάσει | είχαν χουφτιάσει | θα έχουν χουφτιάσει | να έχουν χουφτιάσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χουφτιάζω
|