χρυσοπληρώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρυσοπληρώνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
χρυσοπληρώνω
- πληρώνω πολύ ακριβά
- Τώρα μας παρακαλάνε να τους το νοικιάσουμε και μας το χρυσοπληρώνουν. (Πέτρος Μάρκαρης, Βασικός μέτοχος)
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χρυσοπληρώνω | χρυσοπλήρωνα | θα χρυσοπληρώνω | να χρυσοπληρώνω | χρυσοπληρώνοντας | |
β' ενικ. | χρυσοπληρώνεις | χρυσοπλήρωνες | θα χρυσοπληρώνεις | να χρυσοπληρώνεις | χρυσοπλήρωνε | |
γ' ενικ. | χρυσοπληρώνει | χρυσοπλήρωνε | θα χρυσοπληρώνει | να χρυσοπληρώνει | ||
α' πληθ. | χρυσοπληρώνουμε | χρυσοπληρώναμε | θα χρυσοπληρώνουμε | να χρυσοπληρώνουμε | ||
β' πληθ. | χρυσοπληρώνετε | χρυσοπληρώνατε | θα χρυσοπληρώνετε | να χρυσοπληρώνετε | χρυσοπληρώνετε | |
γ' πληθ. | χρυσοπληρώνουν(ε) | χρυσοπλήρωναν χρυσοπληρώναν(ε) |
θα χρυσοπληρώνουν(ε) | να χρυσοπληρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χρυσοπλήρωσα | θα χρυσοπληρώσω | να χρυσοπληρώσω | χρυσοπληρώσει | ||
β' ενικ. | χρυσοπλήρωσες | θα χρυσοπληρώσεις | να χρυσοπληρώσεις | χρυσοπλήρωσε | ||
γ' ενικ. | χρυσοπλήρωσε | θα χρυσοπληρώσει | να χρυσοπληρώσει | |||
α' πληθ. | χρυσοπληρώσαμε | θα χρυσοπληρώσουμε | να χρυσοπληρώσουμε | |||
β' πληθ. | χρυσοπληρώσατε | θα χρυσοπληρώσετε | να χρυσοπληρώσετε | χρυσοπληρώστε | ||
γ' πληθ. | χρυσοπλήρωσαν χρυσοπληρώσαν(ε) |
θα χρυσοπληρώσουν(ε) | να χρυσοπληρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χρυσοπληρώσει | είχα χρυσοπληρώσει | θα έχω χρυσοπληρώσει | να έχω χρυσοπληρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις χρυσοπληρώσει | είχες χρυσοπληρώσει | θα έχεις χρυσοπληρώσει | να έχεις χρυσοπληρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει χρυσοπληρώσει | είχε χρυσοπληρώσει | θα έχει χρυσοπληρώσει | να έχει χρυσοπληρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χρυσοπληρώσει | είχαμε χρυσοπληρώσει | θα έχουμε χρυσοπληρώσει | να έχουμε χρυσοπληρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε χρυσοπληρώσει | είχατε χρυσοπληρώσει | θα έχετε χρυσοπληρώσει | να έχετε χρυσοπληρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χρυσοπληρώσει | είχαν χρυσοπληρώσει | θα έχουν χρυσοπληρώσει | να έχουν χρυσοπληρώσει |
|