χρυσοπληρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρυσοπληρώνω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

χρυσοπληρώνω

  • πληρώνω πολύ ακριβά
    Τώρα μας παρακαλάνε να τους το νοικιάσουμε και μας το χρυσοπληρώνουν. (Πέτρος Μάρκαρης, Βασικός μέτοχος)

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]