χωρίδιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χωρίδιον ουδέτερο (και χωρείδιον)
- υποκοριστικό του χώρου ή της χώρας, χωρίον
χωρίδιον ουδέτερο (και χωρείδιον)