χόλιξ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χόλιξ-ικος αρχικά θηλυκό και μετά αρσενικό
- το έντερο, τα εντόσθια, συνήθως στον πληθυντικό (χόλικες), ταυτόσημο με τις χολάδες, αλλά ίσως αφορούσε στα έντερα του βοδιού και όχι στα ανθρώπινα
- τὸν λάρυγγ᾽ ἂν ἐκτέμοιμί σου δρέπανον λαβοῦσ᾽, ᾧ τὰς χόλικας κατέσπασας.
- χόλικες βοός
- χόλικες ἑφθαί (βραστά εντόσθια)
- ο μάλλινος μανδύας με ειδικη επεξεργασία, ίσως το νήμα που περνούσαν μέσα από το μαλλί κατά την ύφανση
- ἐν Ἐκβατάνοισι γίγνεται κρόκης χόλιξ;