χόχλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χόχλος < χοχλάζω.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χόχλος αρσενικό
- Το βράσιμο, η βράση.
- Τον έκαιγε από μέσα, χόχλος ζεματιστός. (Βασίλης Φυτσιλής).
- Το φούσκωμα που προκαλεί ο βρασμός.
- ...ωσάν το χόχλο στο νερό που αναβράζει. (Διονύσιος Σολωμός).
- Ήχος που μοιάζει με τον ήχο του βρασμού.
- Ακουγόταν ένας ψίθυρος χόχλου.
Συγγενικά[επεξεργασία]
- χοχλάζω / κοχλάζω
- χοχλακώ / χοχλακίζω / χοχλακιάζω
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- κοχλασμός / χοχλάκιασμα / χοχλάκισμα
- βράση / βράσιμο / βρασμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χόχλος
|