ψάλιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψάλιον < αβέβαιης ετυμολογίας ίσως συγγενούς ριζας με το ψέλιον ή ίσως (αν και όχι ιδιαίτερα πιθανό) ανάγεται στο ψάλλω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψάλιον ίσως και ψάλλιον ουδέτερο

  1. αλυσίδα
  2. το ψάλιο, τμήμα από το χαλινάρι του αλόγου
  3. κρίκος
  4. δεσμός