ψευτοπερνώντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Μετοχή
[επεξεργασία]ψευτοπερνώντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ψευτοπερνάω / ψευτοπερνώ
ψευτοπερνώντας άκλιτο