ψευτοπερνάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψευτοπερνάω < ψευτο- + περνάω

ψευτοπερνάω, -άς.../(ψευτοπερνώ), πρτ.: ψευτοπερνούσα/ψευτοπέρναγα, αόρ.: ψευτοπέρασα (χωρίς παθητική φωνή)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • «ψευτοπερνώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)