ψευτοζώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ψευτοζώ, πρτ.: ψευτοζούσα, αόρ.: ψευτόζησα/ψευτοέζησα (χωρίς παθητική φωνή)
- (λαϊκότροπο) ζω φτωχικά, με πολύ λίγα μέσα ή πόρους
- ※ Ένα καλοκαίρι δα περιμένουμε κι εμείς να βγάλουμε κάνα παρά για να ψευτοζήσουμε το χειμώνα. (Λιλή Ιακωβίδου Λίγες σταλαγματιές αίμα... [διήγημα])
Κλίση
[επεξεργασία]- → λείπει η κλίση διπλοί τύποι αορίστου
Ενεργητική φωνή
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- ψευτοζώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Λέξεις με πρόθημα ψευτο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς μετοχή παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)