ψυχώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ψυχώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ψυχώνω
- θα ψυχώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ψυχώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ψυχώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ψύχωση